καλοφτ(ε)ιαγμένος

καλοφτ(ε)ιαγμένος
καλοφτ(ε)ιασμένος, η , ο
1) хорошо сделанный (о вещах); 2) хорошо сложённый (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καλοφτ(ε)ιαγμένος" в других словарях:

  • καλοφτ(ε)ιαγμένος — και καλοφτ(ε)ιασμένος, η, η βλ. καλοφτ(ε)ιάνω …   Dictionary of Greek

  • καλοφτ(ε)ιάνω — και καλοφτ(ε)ιάχνω και καλοφκ(ε)ιάνω 1. κατασκευάζω ή διαπλάσσω κάτι έντεχνα, άρτια, κομψά, φιλοτεχνώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοφτ(ε)ιαγμένος και καλοφτ(ε)ιασμένος, η, ο α) καλοδουλεμένος, καλοκαμωμένος β) (για πρόσ.) αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • καλόφτ(ε)ιαστος — και καλόφτ(ε)ιαχτος, η, ο [καλοφτειάνω] αυτός που έχει κατασκευαστεί καλά, στερεά, καλοφτ(ε)ιαγμένος («καλόφτ(ε)ιαστη βάρκα») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»